Το μοιραίο βαρκάκι στο Μάτι

Ο «Γατόπαρδος», ένα βαρκάκι από υαλοβάμβακα, λευκό με μπλε ρίγες στο πλάι, μετρούσε λίγες διαδρομές στη θάλασσα. Ο ιδιοκτήτης του συνήθιζε να το αφήνει δεμένο, χωρίς κουπιά, σωσίβια ή καύσιμα στην εξωλέμβια μηχανή του, για να μη δελεάσει κάποιον επίδοξο κλέφτη. Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, όταν η φωτιά σάρωνε τον οικισμό του Ματιού, ξένοι τουρίστες προσπάθησαν πανικόβλητοι να διαφύγουν με αυτό το βαρκάκι. Τουλάχιστον 13 άτομα επιβιβάστηκαν σε ένα σκαρί που μετά βίας χωράει πέντε ανθρώπους. Τρεις εξ αυτών δεν κατόρθωσαν να σωθούν. {πηγή}

Η βάρκα «Γατόπαρδος», με την οποία προσπάθησαν να διαφύγουν ξένοι τουρίστες, φωτογραφημένη μία ημέρα πριν από τη φωτιά.

Εξι μήνες μετά την πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, που κόστισε τη ζωή σε 100 ανθρώπους, η «Κ» επιβεβαίωσε μέσα από μαρτυρίες τις συνθήκες θανάτου της 38χρονης Πολωνής Μπεάτα Κορζενιόφσκα και του 9χρονου γιου της Κάσπερ. Την επομένη της φωτιάς, ο Γιάροσλαβ Κορζενιόφσκι αναγνώρισε στο λιμάνι της Ραφήνας τις σορούς της γυναίκας και του παιδιού του. Τελευταία φορά τούς είχε δει ζωντανούς πάνω σε μια βάρκα, μαζί με άλλους ανθρώπους. Δεν είχε καταφέρει εκείνο το απόγευμα να τους ακολουθήσει, αλλά θεωρούσε ότι θα ήταν ασφαλείς.

Η φωτογραφία που μοίρασε ο Πολωνός πατέρας στο Μάτι.

Επί μήνες αναζητούσε απαντήσεις. Πώς πνίγηκαν; Ποιοι ήταν μαζί τους; Υπήρξαν διασωθέντες; Τον περασμένο Νοέμβριο επισκέφθηκε ξανά το Μάτι, απηύθυνε παρόμοια ερωτήματα στις ελληνικές αρχές, μοίρασε σε ντόπιους φωτογραφίες της Μπεάτα και του Κάσπερ. Εμεινε, όμως, με τις ίδιες απορίες.

ο βαρκάκι δεν έχει βρεθεί. Πιθανότατα να βρίσκεται στον πάτο της θάλασσας. Από τον Ναυτικό Αθλητικό Ομιλο Ματιού είχαν επισημάνει στην «Κ» ότι δεν λείπει κανένα από τα σκάφη που βρίσκονταν στο λιμανάκι του οικισμού την ημέρα της φωτιάς. Σε έναν κολπίσκο, σε απόσταση περίπου 180 μ. νότια του ξενοδοχείου Ramada, στο οποίο παραθέριζαν οι Πολωνοί, ο Γιώργος Μπονάνος είχε δέσει τον «Γατόπαρδο», ένα βαρκάκι 4,3 μ., αγορασμένο το 1985.

Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, ο κ. Μπονάνος πρόλαβε να διαφύγει από το Μάτι οδικώς με την οικογένειά του. Αφησε τη βάρκα πίσω, όπως συνήθιζε.

Φωτογραφία που τράβηξε ο κ. Μπονάνος λίγο πριν εγκαταλείψει το Μάτι. Πρώτο διακρίνεται αριστερά το ξενοδοχείο Ramada.

«Είχα βγάλει τα κουπιά και το ντεπόζιτο. Δεν είχα τίποτα μέσα γιατί ήταν εκτεθειμένο και μπορεί κάποιος να τα έκλεβε. Αλλιώς είναι σαν να αφήνεις ένα μηχανάκι με το κλειδί πάνω», λέει στην «Κ».

Οταν πλέον ο καπνός είχε καλύψει το Μάτι, η Κατερίνα Αγγελοπούλου μαζί με συγγενείς της πέρασε από εκείνο το σημείο. Οπως λέει η ίδια στην «Κ», αρκετοί άνθρωποι (δεν θυμάται ακριβή αριθμό) είχαν επιβιβαστεί στη βάρκα και ένας άνδρας την έσπρωχνε. «Οταν περνούσαμε, θυμάμαι και ένα ακόμη παιδί, ξανθό, να μπαίνει», λέει.

Ο κ. Μπονάνος δήλωσε την απώλεια της βάρκας. Είχε τραβήξει και μια φωτογραφία της στις 22 Ιουλίου. Η «Κ» έστειλε την εικόνα στον κ. Κορζενιόφσκι και εκείνος την αναγνώρισε. Θυμάται ότι είχε δει τη γυναίκα και τον γιο του μέσα στην ίδια βάρκα προτού χωριστούν. Ποιοι ήταν οι υπόλοιποι επιβάτες;

Την ημέρα της φωτιάς, το Λιμενικό Σώμα αναζητούσε Δανούς τουρίστες ανοικτά του Ματιού. Οι πληροφορίες εκείνων των ωρών ανέφεραν ότι οι Δανοί είχαν επιβιβαστεί σε φουσκωτή λέμβο για να γλιτώσουν από τις φλόγες και είχαν τηλεφωνήσει στην πατρίδα τους λέγοντας ότι κινδυνεύουν. Τελικά, όλοι οι αγνοούμενοι Δανοί διασώθηκαν το ίδιο βράδυ.

Το στίγμα του κινητού των Δανών δείχνει πού βρισκόταν τα βαρκάκι.

Η «Κ» επικοινώνησε με τον Μόρτεν Ντάλσγκααρντ, αδερφό μιας εκ των διασωθέντων, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι οι συγγενείς του, μαζί με την Μπεάτα και τον Κάσπερ, επέβαιναν στη βάρκα του κ. Μπονάνου, όχι σε φουσκωτό. Σύμφωνα με τον κ. Ντάλσγκααρντ στη βάρκα είχαν επιβιβαστεί η αδερφή του, Λίντα Ντάλσγκααρντ-Χάνσεν, ο σύζυγός της και τα δύο τους παιδιά, μία φίλη τους από τη Δανία με τα τρία παιδιά της, τρεις Βέλγοι (εκ των οποίων πνίγηκε ο ένας) και η Πολωνή μητέρα με τον γιο της. Συνολικά 13 άτομα.

Η διαφυγή

«Οταν είδαν τη βάρκα, πήραν μια γρήγορη απόφαση», λέει ο κ. Ντάλσγκααρντ. «Δύο από τους Δανούς κολυμπούσαν δίπλα της, προσπαθώντας να την κατευθύνουν. Το σχέδιό τους ήταν να μην απέχουν πολύ από την ακτή.

Δεν μπόρεσαν όμως να την κουμαντάρουν. Μέσα σε 30 λεπτά απομακρύνθηκαν από τη στεριά. Η βάρκα με τόσο πολύ κόσμο πήρε πολύ νερό και άρχισε να βυθίζεται. Η αδερφή μου θυμάται την Μπεάτα να φωνάζει ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν. Δεν τους ξαναείδε. Ολα έγιναν τόσο γρήγορα. Κανείς δεν μπορούσε να σώσει κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό του».

Η αδερφή του διασώθηκε έπειτα από πέντε ώρες στη θάλασσα. Υποφέρει από μετατραυματική διαταραχή και δεν ήταν η ίδια σε θέση να μιλήσει άμεσα για εκείνη την ημέρα.

Related Posts