Ιατροδικαστής Χαρά Σπηλιοπούλου: Δεν μπορούσα να βγάλω τους καμένους στο Μάτι από το μυαλό μου

Η πόρτα του γραφείου της Χαράς Σπηλιοπούλου δεν σταμάτησε να χτυπάει τον περασμένο Ιούλιο.

Ηταν οι συγγενείς των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. Κρατώντας τον πόνο τους βουβό και με τρομερή ευπρέπεια περίμεναν υπομονετικά να μάθουν νέα. Εκεί μια ομάδα αστυνομικών, ανθρωπολόγων, οδοντίατρων και ιατροδικαστών βίωνε τον δικό της γολγοθά. Προσπαθούσαν να εφαρμόσουν σε πραγματικό χρόνο μια δουλειά που είχαν δει μόνο σε εκπαιδεύσεις. Ήταν η ομάδα αναγνώρισης θυμάτων μαζικών καταστροφών, η οποία σε συνεργασία με δέκα ιατροδικαστές που είχαν επικεφαλής την κοσμήτορα και διευθύντρια του Εργαστηρίου Ιατρικής και Τοξικολογίας του ΕΚΠΑ Χαρά Σπηλιοπούλου έκανε το αδύνατο δυνατό.

Η γυναίκα που κλαίει με τις ταινίες που δεν έχουν happy end, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον ανθρώπινο πόνο και που δεν έχει εξοικειωθεί με τον θάνατο παρόλο που έχει κάνει χιλιάδες νεκροψίες μιλάει στο Documento γι’ αυτά που βίωσε το φετινό καλοκαίρι, για το επάγγελμα του ιατροδικαστή αλλά και για τη μόδα που έχουν προκαλέσει στους φοιτητές της Ιατρικής δημοφιλείς αστυνομικές σειρές όπως το «CSI» ώστε να ακολουθήσουν τον δύσκολο αυτό κλάδο.

Φέτος ήταν πολύ δύσκολο καλοκαίρι. Τι συνέβη εκείνες τις ημέρες;

Το καλοκαίρι περάσαμε πάρα πολύ άσχημα. Ηταν να πάρω άδεια στις 25 Ιουλίου. Κοιμήθηκα χωρίς να έχουμε νεκρούς. Γύρω στις 3.30 τα ξημερώματα βλέπω ένα μήνυμα από τον συνάδελφο που εφημέρευε. «Εχουμε 24 νεκρούς». Στις 4 τα ξημερώματα ήμουν ήδη στο γραφείο μου και μετά άρχισε ο ορυμαγδός. Το θέμα ήταν να ενεργοποιηθεί το σχέδιο αναγνώρισης θυμάτων μαζικών καταστροφών, το οποίο ενεργοποιήθηκε τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου. Προσπάθησα να επαναφέρω όλο το προσωπικό από τις άδειές του και με τη βοήθεια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της αστυνομίας ξεκίνησε ο γολγοθάς. Και για τις οικογένειες και για εμάς. Γιατί ξαφνικά εφαρμόζαμε μια δουλειά που μέχρι τότε την είχαμε δει μόνο σε ασκήσεις και εκπαιδεύσεις. Το βράδυ της 24ης Ιουλίου ξέραμε πια ότι αναζητούμε 83 με 84 άτομα. Από την επόμενη ημέρα ξεκίνησαν οι νεκροτομές.

Η αστυνομία ενήργησε με εκπληκτική ακρίβεια. Ακούραστα. Είχαμε μεγάλη υποστήριξη. Με πήραν τηλέφωνο από το υπουργείο Υγείας ο υπουργός και ο αναπληρωτής υπουργός και μου είπαν να στείλω ένα email με ό,τι θέλω και πως σε μισή ώρα θα τα έχω. Ετσι κι έγινε.

Από την πρώτη μέρα και μετά έρχονταν και φαγητά, νερά και χυμοί για τους συγγενείς και όλα τα μέλη της ομάδας. Κάθε μεσημέρι και βράδυ μαζευόμασταν στο αμφιθέατρο και τρώγαμε. Προσπαθούσα να ξεκουράζεται λίγο το προσωπικό. Τουλάχιστον αυτά τα είκοσι λεπτά της ημέρας.

Πώς βιώσατε αυτές τις στιγμές;

Ενας ιατροδικαστής δεν θα πρέπει να περιγράφει τη δουλειά του. Εγώ διαφωνώ με τους συναδέλφους που έβγαιναν και περιέγραφαν τη δουλειά που κάναμε εάν ήταν αποτρόπαιο το θέαμα. Γιατί ο ιατροδικαστής προξενεί πανικό. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ υπέφερα ως άτομο, όπως όλοι μας. Ολες τις ημέρες έκανα ψυχογενή πυρετό. Μου ήταν πολύ βαρύ αυτό, αλλά δεν είχε νόημα να βγω έξω στην τηλεόραση και να το πω. Να πω πόσο αποτρόπαιο είναι το θέαμα και πως όλοι οι άνθρωποι είναι πάρα πολύ καμένοι. Είναι σαν να στρίβω μια πρόκα στην πληγή των συγγενών. Το θέαμα στο Μάτι μπορεί να ήταν φρικτό, αλλά πιο φρικτό ήταν αυτό που ζούσαμε εδώ, όπου είχαμε έναν πατέρα που έψαχνε τα παιδιά του, ένα παιδί που έψαχνε τον πατέρα του…

Λύγισαν οι άνθρωποι της ομάδας;

Το κατάλαβα αυτό από το περιστατικό μιας κοπέλας. Μιας οικιακής βοηθού από την Ασία η οποία αγνοούνταν. Η γυναίκα για την οποία δούλευε η κοπέλα ήταν μια κατάκοιτη ηλικιωμένη κυρία. Πήρε στην αστυνομία για να δηλώσει ότι έχασε την κοπέλα που τη φρόντιζε. Αμέσως μιλήσαμε με την πρεσβεία και μας έδωσαν στοιχεία. Την επόμενη μέρα το βράδυ η κοπέλα αυτή τηλεφώνησε σε ένα αστυνομικό τμήμα και είπε «είμαι ζωντανή». Εκεί κατάλαβα ότι οι αστυνομικοί είναι επηρεασμένοι αλλά δεν το δείχνουν. Διότι ήρθε κάποιος και μας είπε ότι το κορίτσι είναι ζωντανό και αγκαλιαζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Η χαρά αυτή για ένα άγνωστο άτομο μου έδειξε ότι οι αστυνομικοί, και όλοι μας δηλαδή, ήμασταν επηρεασμένοι αλλά δεν το δείχναμε για το καλό όλων. Γιατί αν «έπεφτε» ένας, θα «έπεφταν» όλοι.

Ποια είναι η δυσκολότερη στιγμή της δικής σας επαγγελματικής πορείας;

Οι στιγμές που έχουμε ένα σοβαρό περιστατικό είναι πάντα δύσκολες. Κάθε φορά όταν έχουμε έγκλημα είναι πολύ δύσκολη στιγμή. Γιατί θα έρθει η αστυνομία και θα σου πει ότι το έγκλημα το έχει κάνει αυτός και εσύ πρέπει να ορκιστείς στο δικαστήριο, να πεις την αλήθεια και ένας άνθρωπος να μπει στη φυλακή, ισόβια.

Κοιτάτε τους δράστες στο δικαστήριο;

Ποτέ. Ποτέ δεν έχω δει κανέναν. Πολλοί συνήγοροι μου λένε «δείτε λίγο αυτό το παιδί, σας φαίνεται για δολοφόνος;» και απαντάω πω δεν είμαι ψυχίατρος για να δω κάποιον και να εκτιμήσω τι κάνει. Εγώ κάνω μια συγκεκριμένη δουλειά και λέω πώς έχουν προκληθεί τα τραύματα.

Υπάρχει κάτι που σας έχει σοκάρει;

Λόγω της δουλειάς που κάνω είναι ελάχιστες οι φορές που έχω εντυπωσιαστεί από κάτι που έχει συμβεί. Η φαντασία του ανθρώπου δεν μπορεί να προβλέψει αυτά που ζούμε στην καθημερινότητα μας. Πολλές φορές μου λένε «γράψε ένα βιβλίο». Τους λέω λοιπόν πως, πρώτον, με δεσμεύει το δικαστικό απόρρητο· δεύτερον, με δεσμεύει το απόρρητο του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας· τρίτον και κυριότερο, δεν θα τα πιστέψει κανείς. Με το που θα έβλεπε ο αναγνώστης το βιβλίο θα έλεγε πως είμαι μυθομανής.

Οι φοιτητές της Ιατρικής θέλουν να γίνουν ιατροδικαστές;

Ειδικά αυτό τον καιρό με τα «CSI» είναι στη μόδα. Οχι απλώς μόδα – είναι επιθυμία.

Ποια είναι τα προσόντα που πρέπει να διαθέτει κάποιος;

Για να γίνεις ιατροδικαστής πρέπει να έχεις σωματική δύναμη. Να αντέχεις τις δυσκολίες γιατί έχει τύχει να πάμε για αυτοψία σε χαράδρες και βουνοκορφές. Δεν πρέπει να είσαι φαφλατάς. Δεν μπορείς να πας στο δικαστήριο και να πεις την προσωπική σου γνώμη και εμπειρία. Θέλει ακρίβεια. Του ιατροδικαστή δεν θα πρέπει να του αρέσει η δημοσιότητα. Η ιατροδικαστική είναι δουλειά που δεν έχει θέση στα πρωινάδικα. Δεν μπορεί να κάθεται η οικογένεια να φάει και να ακούει έναν ιατροδικαστή να μιλάει για ακέφαλα πτώματα.

Ποιο είναι το «ισχυρό φύλο» στα νεκροτομεία;

Ποτέ δεν έχει λιποθυμήσει γυναίκα στο νεκροτομείο. Λιποθυμούν μόνο άντρες. Γιατί οι άντρες μπαίνουν μέσα με δεδομένο ότι δεν πρέπει να λιποθυμήσουν. Στο πρώτο έτος κάναμε βιολογία. Στην ομάδα μου ήταν ένας πολύ εύσωμος και δυνατός φοιτητής. Μας έδωσαν μια καρφίτσα να τρυπήσουμε το χέρι μας και να κάνουμε ομάδες αίματος. Αυτός λιποθύμησε επειδή είδε τη σταγόνα του αίματος.

Γιατί γίνατε ιατροδικαστής;

Επειδή δεν μπορώ να αντέξω τον ανθρώπινο πόνο. Μπαίνω στο Παίδων και βάζω τα κλάματα. Μπαίνω σε ψυχιατρείο και βάζω τα κλάματα. Δεν μπορώ να δω ούτε ταινίες με άσχημο τέλος.

Εδώ όμως κι αν αντιμετωπίζετε τον ανθρώπινο πόνο.

Ναι, αλλά εδώ έχω άλλο ρόλο. Εδώ δεν μπορώ να κάνω κάτι για να το αναστρέψω. Σκεφτόμουν ότι αν είχα έναν ασθενή στον οποίο δεν έκανα τη δέουσα θεραπεία και πέθαινε εξαιτίας μου, μπορεί να έφτανα σε πολύ ακραία πράγματα.

Θυμάστε το πρώτο σας περιστατικό;

Το θυμάμαι με δέος. Ηταν μια κοπέλα που είχε αυτοκτονήσει παίρνοντας τα χάπια της γιαγιάς της. Αυτή η κοπέλα ήταν 18 χρονών. Ηταν μικρότερη από εμένα. Μου είχε φανεί παράλογο αυτό. Ηταν ερωτική απογοήτευση. Μια πολύ όμορφη κοπέλα, έτσι αφράτη με ροζ σώμα, ωχρή βέβαια, όπου την ακούμπησα και είπα «πω πω, είναι πολύ παγωμένη». Μετά σκέφτηκα ότι αφού έβγαλα την πρώτη μέρα θα βγάλω και τις επόμενες. Εκεί κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να δώσεις ακριβή απάντηση για το τι έχει συμβεί. Εκεί κατάλαβα πόσο παράλογος είναι ο θάνατος.

Εχετε εξοικειωθεί με τον θάνατο;

Οχι. Υποτίθεται ότι όλον αυτό τον καιρό αυτό το πράγμα προσπαθώ να κάνω. Νομίζω με τον μόνο που έχω εξοικειωθεί είναι ο δικός μου θάνατος. Με τον θάνατο των δικών μου ανθρώπων όχι. Αυτό που έχω καταφέρει με αυτήν τη δουλειά είναι να δίνω σημασία σε σοβαρά πράγματα. Κάνεις δεν μπορεί να καταλάβει πόσο εύκολο είναι να πεθάνει κάποιος. Ενα κλικ είναι.

«Το πιο βαρύ ήταν ο βουβός πόνος των συγγενών»

Πώς αντιμετωπίζατε όλον αυτό τον πόνο όταν γυρνούσατε σπίτι σας;

Πραγματικά δεν βγαίνει η μέρα κάνοντας 10, 20, 30 νεκροτομές. Δεν μπορείς. Εχεις άλλο πετσί πάνω σου. Το πετσί του πόνου. Ο θάνατος έχει μυρωδιά. Πήγαινα στο σπίτι αυτές τις μέρες, έκανα ένα μπάνιο, ξάπλωνα και το μυαλό μου δεν μπορούσε να βγάλει τους καμένους έξω. Αυτό είναι φρικτό. Και οι αστυνομικοί είμαι σίγουρη ότι αισθάνονταν το ίδιο. Απλώς δεν τα μοιραζόμασταν.

Αυτό που έκανε ακόμη χειρότερη την κατάσταση για όλη την ομάδα ήταν ο μεγάλος αριθμός των παιδιών;

Ηταν ο αριθμός των θυμάτων. Ηταν η ταχύτητα με την οποία οι συγγενείς των θυμάτων έρχονταν εδώ. Την πρώτη μέρα μετά τις 8 ή 9 το βράδυ έλεγα να σταματήσει να χτυπάει η πόρτα, γιατί κάθε φορά που χτύπαγε, κάποιον έψαχναν. Και όταν σταμάτησε πια να έρχεται όλος αυτός ο κόσμος και αναλογίστηκα πόσα σπίτια είχαν κλείσει εκείνη την ημέρα, όλο αυτό μου φάνηκε πολύ βαρύ. Και αυτό που ήταν ακόμη πιο βαρύ ήταν ο βουβός πόνος των συγγενών. Ρώτησα τους ψυχολόγους γιατί κάποιος που έχασε τη μάνα του δεν κλαίει και μου είπαν «γιατί έχουν χαθεί παιδιά». Ζύγιζαν μέσα τους ποιος πόνος είναι μεγαλύτερος. Οι συγγενείς είχαν εξαιρετική ευπρέπεια παρά τον πόνο τους. Ηταν πάρα πολύ συνεργάσιμοι. Αυτοί οι άνθρωποι έμπαιναν στο γραφείο μου αφού χτυπούσαν την πόρτα. Μου έλεγαν «συγγνώμη που σας ενοχλούμε» και «έχετε κάποιο νεότερο;». – https://www.documentonews.gr/

Related Posts