Εγώ έκαψα το Μάτι. Και θα το ξανακάψω!

Με λένε Αδιαφορία.

Περνάω γρήγορα και η φευγαλέα ματιά μου σέρνεται πάνω σε συντρίμμια, ακουμπάει σε απομεινάρια μια νύχτας που ο νους την αναλογίζεται και τρέμει ακόμη, κι όμως… προσπερνώ αδιάφορα και δήθεν συγκλονίζομαι!

Αδιαφορούν κι άλλοι πλάι μου. Κι αυτοί δήθεν συννεφιάζουν…

Δεν λέω, μας πόνεσε το κακό, αλλά δεν μας άλλαξε!

Δεν άλλαξα και δεν θ’ αλλάξω, όσα κι αν ζήσω όσα κι αν με διδάξει η ζωή. Τα παθήματα ποτέ δεν μου ‘γιναν μαθήματα.

Θα ξαναβάλω φωτιά να κάψω ξερόκλαδα, ενώ θα λυσσομανάει ο άνεμος. Θα ανάψω και πάλι καρβουνά να ψήσω για την παρέα μου. Αν έχω δουλειές και την ηλεκτροκόλληση θ’ ανάψω.

Δεν σταματώ στις ριπές του ανέμου, ούτε στης ζωής τις καταιγίδες.

Αδιαφορώ!

Αν θα καεί ο διπλανός μου, θα στενοχωρηθώ, θα τον παρακολουθήσω το βραδάκι σε ζωντανή μετάδοση από την τηλεόραση κι όταν με κουράσει η τόση συμφορά και δεν αντέχω άλλο, θα πιώ την μπυρίτσα μου την παγωμένη και θα πέσω να ξαποστάσω.

Ας πρόσεχαν, καημένε κι αυτοί…

Αν πάλι καεί το σπίτι μου, ξέρω τον τρόπο να τα φορτώσω σε όλους τους άλλους: Στον γείτονα που δεν καθάρισε τα ξερόκλαδα, στον δήμαρχο που ποτέ δεν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι, στον περιφερειάρχη που του έκατσε στη… βάρδιά του . Έχω υπεύθυνους πολλούς, να τους προσάψω χίλια εγκλήματα.

Άλλωστε οι «υπεύθυνοι» με βοηθούν να ασκώ την ανευθυνότητά μου!

Εγώ δεν φταίω ποτέ! Με λένε Αδιαφορία είπαμε, με φωνάζουν και Αμέλεια κι Αναισθησία.

Δεν πάνε να με λένε όπως θέλουν. Εγώ έτσι έμαθα να ζω κι έτσι θα συνεχίσω.

Είδα και τους άλλους…

Εγώ θα κλαδεύω και θα στοιβάζω κατακαλόκαιρο σορούς σκουπίδια. Θα πετάω όπου με βολεύει τα απορρίμματα μου. Θα αφήνω το δασάκι πλάι στο σπίτι μου με χαλί τις πευκοβελόνες. Θα ρίχνω τα μπάζα μου στην πρώτη σκοτεινή στροφή του δάσους. Αν με βολεύει θα κλείσω και δρόμους δασικούς. Σιγά το σπουδαίο.

Κι αν με πνίξουν τα σκουπίδια υπάρχουν οι «άλλοι» να καθαρίσουν. Κι αν δεν καθαρίσουν αυτοί θα «καθαρίσω» εγώ!

Όλοι μαζί τα κάψαμε! Κι όλοι μαζί θα καούμε!

Με λένε Αδιαφορία και έχω πολλούς συνώνυμους.

Ένα χρόνο τώρα περνώ από τους ίδιους δρόμους που τους είδε ο ήλιος και σκοτείνιασε. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κάποιες αφίσες με ανόητα χαμογελαστούς υποψήφιους σωτήρες χρωματίζουν παράταιρα τον τόπο του μαύρου και του γκρίζου.

Η στάχτη ανακατεύεται με τα καμένα συνθήματά τους.

«Έκαψα» το Μάτι τότε, και συνεχίζω να καίω. Το μεσημέρι της Κυριακής άναψε η Αίγινα, στη Φυλή ένας νεκρός. Και το καλοκαίρι φουρτουνιάζει.

Πάει ένας χρόνος από τότε και τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Ουφ στενοχωρήθηκα τώρα…

Περνάω και πετάω το τσιγάρο μου έξω από το αυτοκίνητο.

Ωχ αδερφέ, ό,τι ήταν να καεί κάηκε… πάμε γι’ άλλα!

του Νίκου Τζιανίδη

Πηγή: ethnos.gr

Related Posts