Μαρτυρία από το Μάτι: Μερικοί αγκαλιάστηκαν και οι στάχτες τους έγιναν ένα

Η Ερμιόνη Σαρρή είναι κάτοικος Νέου Βουτζά. Έζησε την τραγωδία στο Μάτι από κοντά. Έχασε φίλους και γνωστούς. Το σπίτι της υπέστη ζημιές. Σήμερα, δύο χρόνια μετά καταθέτει στο CNN Greece, τη δική της μαρτυρία για εκείνη την ημέρα:

«Η 23η Ιουλίου του 2018 ήταν μία ημέρα που όσον αφορά τις καιρικές συνθήκες ήταν ακριβώς ίδια με τη σημερινή. Ο αέρας ήταν δυνατός από τα ξημερώματα. Όταν ξυπνήσαμε και φύγαμε για τις δουλειές μας κανείς δεν πίστευε πως θα κάναμε μέρες, ίσως και εβδομάδες να βάλουμε το κλειδί ξανά στην πόρτα του σπιτιού μας.

Μερικοί δε χρειάστηκαν ποτέ ξανά τα κλειδιά του σπιτιού τους. Δεν γύρισαν ποτέ πίσω. Δεν είναι εδώ. Θυσιάστηκαν στο Μάτι. Χωρίς να το θέλουν.

Άλλοι πάλι πέταξαν τα κλειδιά τους στο πέλαγος, στα σκουπίδια γιατί δεν έμεινε ούτε ένα ντουβάρι να τους θυμίζει πως εκεί ήταν το σπίτι τους. Μόνο στάχτες.

Ήταν γύρω στις 18.10 όταν το βλέμμα μου χάθηκε ανάμεσα στους μαύρους καπνούς, εκεί που υπολόγιζα πως ήταν το σπίτι μου. Ήμουν στη διασταύρωση της Ραφήνας. Τα μάτια μου δε βούρκωσαν απλά. Έκλεισαν από τα κλάματα και στάθηκα ακίνητη για μερικά λεπτά προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε. Είχαμε καεί και άλλες φορές, γνωστό το φαινόμενο. Αυτή όμως δεν ήταν άλλη μια φωτιά στο Νέο Βουτζά. Ήταν το τέλος μας.

Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε. Και όλα είναι τόσο ίδια. Η αίσθηση του εγκλωβισμού συχνά πυκνά ξαναγεννιέται μέσα μου. Να μην μπορείς να προχωρήσεις ούτε μπροστά, ούτε πίσω και οι φλόγες να βρίσκονται λίγα μέτρα μακριά σου. Πανικός. Φωνές. “Θα καούμε”. “Γιατί δεν προχωράμε”.

“Να αφήσουμε το αυτοκίνητο εδώ και να φύγουμε πεζοί». Τα τηλέφωνα να χτυπούν ασταμάτητα και τα νέα να είναι μόνο κακά. «Έπιασε φωτιά η σκεπή μας”, “Καίγεται το σπίτι μας”. “Είμαι στο Μάτι και δεν μπορώ να φύγω”. Και ταυτόχρονα τα χέρια μου να τρέμουν και να ιδρώνουν. Το παν ήταν να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Σκοπός μου ήταν να “απεγκλωβιστώ”.

Τι και αν έχουν περάσει 24 ολόκληροι μήνες; Οι εικόνες στο μυαλό μου είναι πιο έντονες από ποτέ.

Στη λεωφόρο Φλέμινγκ, τον πιο κεντρικό δρόμο της Ραφήνας, τα αυτοκίνητα ήταν ακινητοποιημένα από αυτοκίνητα, μηχανάκια, οχήματα της Πυροσβεστικής. Είχαν σχηματιστεί περίπου πέντε λωρίδες και ο κόσμος προσπαθούσε να σωθεί, να φτάσει στα σπίτια του, δίπλα στα αγαπημένα του πρόσωπα. Θυμάμαι αρκετά έντονα δύο οδηγούς να διαπληκτίζονται. Όλοι σε μια απελπισία. Με έναν από τους δύο συναντήθηκα ξανά (εντελώς τυχαία) πέντε ώρες αργότερα στο λιμάνι της Ραφήνας. Εκείνος είχε μαυρισμένο μάτι μετά τον καβγά του και κοιτούσε μία μία τις βάρκες που πλησίαζαν. Έψαχνε τους δικούς του. Έψαχνε την οικογένειά του. Έψαχνε τα παιδιά του που λίγα λεπτά αργότερα αποβιβάστηκαν με τη βοήθεια του Λιμενικού.

Λίγα μέτρα πιο πέρα ένα παιδάκι περίπου 6 χρονών, τυλιγμένο με αντρικά πουκάμισα απλά έλεγε ψιθυριστά: “Μαμά μου μην κλαις, είμαστε στη στεριά”.

Μία κυρία του πρόσφερε ένα κρουασάν και εκείνο της χαμογέλασε ευγενικά. Ποιος ξέρει πόσες ώρες κολυμπούσε. Δεν ξέρω αν ακόμη και σήμερα έχει καταφέρει κάποιος να του εξηγήσει το πόσο άτυχο είναι που μεγαλώνει σε έναν τέτοιο απάνθρωπο κόσμο ενηλίκων. Ντράπηκα και απλά να το κοιτάξω. Ντράπηκα πολύ!

Η 23η Ιουλίου είναι μία ημέρα που δε θα ήθελα να έχει ζήσει ή να ζήσει ούτε και ο χειρότερος εχθρός μου. Μία ημέρα που χάσαμε φίλους. Χάσαμε περιουσίες. Εκατόν δύο ψυχές έχασαν τη ζωή τους και εμείς ακόμη ψάχνουμε ποιος φταίει.

Σήμερα κάνουμε ησυχία. Γιατί 102 φίλοι μας, συγγενείς μας, γνωστοί μας “κοιμήθηκαν” για το Μάτι.

Και μερικοί αγκαλιάστηκαν και οι στάχτες τους έγιναν ένα».

Related Posts